Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021

ΕΓΙΝΑ ΤΕΛΙΚΑ ΕΝΑ ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

 (ακροβατώντας πάνω στις δύσκολες έννοιες των δένδρων και της μνήμης):

Εγώ να φεύγω, είναι αργά.

Έγινα τελικά ένα μονοδιάστατο συναίσθημα.

Εσύ βυθίστηκες. Απλώνουν κύκλοι.  

Κύκλοι φιλικοί, κύκλοι γύρω στα μάτια μου

Το παιχνίδι του ρολογιού,   Το χείλος του πηγαδιού,

Οι εποχές, το φοβισμένο ποντίκι τυλιγμένο    Στην ουρά του·

Τέλος πάντων, ένα σοφό σχήμα

Μια αναπόδραστη θέση. Τέλος πάντων, εγώ   Πρέπει, όπου να ’ναι, για πολύ να κοιμηθώ.

 

Α, καλά. Να και η νύχτα με τα σκυλιά της

Με διασχίζει. Στην παράνομη περιοχή μου.

Η ερημιά δε, ανοίγεται ευφάνταστα

Σαν τη –χα- σαν την ουρά του παγωνιού.

Συνωστίζονται κιόλας   Τα πλάσματα από παγωνιά

κρυστάλλινα, λαμπερά, πεντακάθαρα.

Θα μ’ αγγίξουν να σπάσουν   Θα μιλήσω να σπάσουν.

 

Ακροβατώντας, πάνω στις δύσκολες έννοιες   Των δένδρων και της μνήμης:

Τα δένδρα έχουν μια κίτρινη εξουθένωση.

 

Πρέπει, όπου να ’ναι, για πολύ να κοιμηθώ.

 

Προς τη ξημέρωμα   Ήταν υγρά,

Υπέφερα   Κατά πλάκες.

Ήμουν ανίατα και σχεδόν  Απαθής

Παρακολουθώντας τον πανικό στο τρίχωμα

Τη συγκινητική ευκολία να επιζώ

Το κόκκινο μετά δύο εκατομμύρια χρόνια

Να μεταστοιχειώνεται σε ηλιοβασίλεμα   Σε φόρεμα, σε ταύρο, σε φιλήματα.

 

Γράφοντας πάνω στον αριστερό καρπό μου

Α    Ήμουν άνεργα και σχεδόν ασφαλής.

 

Έτσι λοιπόν:   Ελευθερώνομαι.

 

Κάτι άγιο, κάτι τρομαγμένο και κάτι ψόφιο

Κάτι που ανασαίνει στο βάλτο και κάτι

Κουρνιασμένο στο φεγγάρι. Το φυλαχτό

Με τα μεταξένια παραμύθια

Ο γδυτός άγγελος με τον πάσσαλο και την εξουσία

Το απίστευτο χαμόγελο

Το μοναχό δένδρο ξορκίζοντας τον άνεμο

Οι αλμυροί σου ώμοι –μη-   Ξαφνικά φέγγοντας –μη-

 

Ειρήνη για τον άνεμο

Ειρήνη για το φύλλωμα το άναρθρο.

 

Δεν είναι αυτός ο τόπος, εδώ θα γίνει.

 

Μπα, εσύ   Μια απλή φάση του θανάτου.

 [ΔΕΥΤΕΡΑ, ΠΕΜΠΤΗ και ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ από τα ΠΡΟΑΣΤΙΑ, δεύτερο μέρος στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971 μαζί με άλλα ποιήματα από  ΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ του τρίτου μέρους,  όπως ανθολογήθηκαν στα ΤΙΜΑΛΦΗ μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας, εκδόσεις Ροές 2007]

 

 


 

 

 

ΠΡΑΣΙΝΟ (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ποιήματα στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971)

Έχω πράσινα μάτια και το δικαίωμα να ορίσω

Καθώς το αγριόχορτο

Τα έργα των πολιτειών και τη μοναξιά

Των μνημείων.

Το δικαίωμα να διαγράφω την Ιστορία

Καθώς ο μικρότερος αδελφός,

Που κατέβηκε το πηγάδι

Και βγήκε στον ουρανό.

Το δικαίωμα να συλλαβίσω φύλλα κι αγκάθια

Καθώς αειθαλές

Στους πνεύμονες των πάρκων

Και την ασυδοσία της ρεματιάς.

 

Η έπαρσή μου είναι του πράσινου

Κι έχω δικαίωμα,

Επιβάλλοντας σιωπή στην έρημο,

Ν’ αφουγκραστώ

Τη λαχτάρα μου να υπάρξω, που διακλαδίζεται,

Βαθιά ραγίζοντας

Την πιο δυνατή λαχτάρα μου, να υπάρξει

Ο κόσμος.

 

ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ

Και ξαφνικά

Δεν ήθελα πια τίποτα να ρωτήσω

 

Σούλι, Ματζικέρτ και Θερμοπύλες

Σκρα, Σαγγάριος, Βερντέν, Μπακού

Και Σκόδρα,

Βελισσάριος, Αλέξανδρος και Νέλσον,

Καίσαρ, Χίτλερ και Βουλγαροκτόνος,

Κοσμοκτόνοι, αυτοκτόνοι, κτόνοι, κτήνη!

 

Οι γνωστοί, Φραντζέσκο, Νίκος Μπρέντα,

Πάντα αιχμάλωτοι στην άδεια Βαβυλώνα

Και στους αιώνες των αιώνων ο Τυρταίος,

Σκαρφαλωμένος σ’ έναν πλάτανο να κρώζει.

 

Αχ, η άμμος η καυτή που προχωρούσαμε

Δεκατέσσερις χιλιάδες εξακόσιοι

Αρμένηδες ή Εβραίοι – δε θυμάμαι

Δε θυμάμαι παρά μόνο πως μια νύχτα

Ακούσαμε ένα πουλί ξεστρατισμένο

Ίσως και να μην ήταν, μα σας λέω τ’ ακούσαμε –

 

Και μόνο τότε, μόνο τότε

Κακιώσαμε με το Θεό

Που μας τα πήρε όλα και μας άφησε

Τα πουλιά.

 

«Γιατί;» είπαμε με μια θλίψη που δεν είχε θέση

Ύστερα πεθάναμε.

 

Ξανάρθαμε πενήντα χρόνια πριν

Τριάντα πιο μπροστά. Εξήντα.

 

Ποτέ δε γυρνούσαμε το κεφάλι.

Πίσω μας γίνονταν όλα αλάτι

Και προχωρούσαμε

Μεγαλώνοντας πάντα τη θάλασσα.

[από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ποιήματα, Τρίτη ενότητα στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971]

 

 

 

ΣΤΟ ΞΕΦΩΤΟ (από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ποιήματα στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971)

Εκείνοι εποπτεύουν
Με την ευδαιμονία υδρόφυτου

Κόμης νεκρού σαλεύοντας

Κάτω από πηχτά, ιριδίζοντα νερά

-Ξέρεις τι θέλω να πω – οι άλλοι οργίζονται,

Εύηχη λέξη όπως, οργώνω, οργανώνω, όργανο,

Κραυγές· κι ύστερα πάλι οργίζονται.

(Οι δρόμοι, εννοείται, τόσο αθώοι, σαν οριζόντια βροχή)

Οι άλλοι πάλι, στα δαιδαλώδη θερμοκήπια

Παρασκευάζουν αγωνίας αποστάγματα

Θλίψεις διυλισμένες –Ξέρεις…

 

Α, όμως, τι καλά που ’ναι σ’ αυτό το ξέφωτο!

 

Γέρνω ανάσκελα,

Ανατρέποντας για μια στιγμή

Την τάξη του κόσμου.

Τα δένδρα φεύγουν λοξά,

Ο ήλιος τεμαχίζεται από ένα φύλλο.

Κλείνω τα μάτια. Ένα σμήνος, ξετρελαμένα,

Εύφλεκτα χρώματα

Κι εσύ πλάι μου.

Και το μόνο που τελικά ξέρουμε,

Σωσίβιο, είναι

Πως  ανάμεσα

Στο παιδάκι της Μπιάφρα και σε μας,

Ανάμεσα στον ενήλικο του Βιετνάμ και σε μας

Ανάμεσα στους  παρήλικες

Της πολιτικής και σε μας

Μονάχα η γωνία προοπτικής εκείνη

Που χωρά ακριβώς ένα δάκρυ.

 

Και το ζεστό σου σώμα, τόσο κοντά,

Τόσο απαραίτητο…

Μπορώ να το απαιτήσω.

 

Α, τι καλά που ’ναι εδώ στο ξέφωτο!

 

 

ΛΟΙΠΟΝ

Λοιπόν

Είμαι ολομόναχη

Όπως το ζήτησα.

Αποκομμένη από το στήθος που στενάζει

Ανέμους άκακους.

Φυσάει και δεν κρυώνω πια

Είμαι ολομόναχη

Φυσάει.

Τα δένδρα χάνονται σε αδέξιες χειρονομίες
Σκέφτονται κάτι ανήλικο

Θ’ ανθίσουν.

Αλληλούια.

Ο κορυφαίος των φύλλων αναστρέφεται.

Στην άλλη όψη,

Το ρίνισμα του ασημιού που αποκολλήθηκε

Από τη βιασμένη μουσική.

 

Καληνύχτα, νύχτα μου

Είμαι ολομόναχη.

[από τα ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ ποιήματα, Τρίτη ενότητα στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971]

 

 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΩΝ

(τα πάνα είναι ζήτημα προοπτικής):

Ο ήλιος φεύγει διακριτικά, μετά ο Λούης – είναι ένα αγνό παιδί της υπαίθρου με ισχυρή όραση, τον λυπάμαι, δε γνωρίζει την ταραχή των αποχρώσεων, δε θα μιλήσουμε τώρα για το Λούη, η Άννα διονυσιάζεται μπροστά σ’ ένα ορθογώνιο σχήμα «α αυτός» λέει, «βυθισμένος στην ανωτερότητά του σχολιάζει και λεπτολογεί μέχρι την αποσύνθεση, τι  εξαίσια αποσύνθεση, μια ραγισμένη λευκότητα που εκπέμπει εκθαμβωτικά περίπτερα όντα», μιλάει για τον Ουάιλντ, μπορεί και να τον θαυμάζει, αν όχι, είπε τον πιο ποιητικό ορισμό για τις διαφημίσεις νέον, γλυκιά Άννα, η λογοτεχνία την απελπίζει καμιά φορά σε τέτοιο βαθμό που αναγκάζεται να κάνει έρωτα, σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται ο Μίμης, είναι συμπαθής, θα πεθάνει από έλλειψη επιπλοκών, ευκαιρία ν’ ασχοληθούμε με το θέμα της λογοτεχνίας και την επίδρασή της στις μάζες, συζητήστε, εγώ αισθάνομαι αδυναμία να παρακολουθώ τους συλλογισμούς μου μέχρι το τέλος, άλλωστε μόνο στον Ιησού συνέβη μια φορά το αντίθετο, τότε που είπε «τετέλεσται», ο διάκοσμος επιπλέον επιβάλλει παιχνίδια συναναστροφών, τα πάντα μπορούν να συνδυαστούν, ακόμα και η κυρία Λούλα με το τοπίο, ας πούμε ο καθένας μια ιστορία, άρχισε Άννα, έχεις μεγαλώσει σ’ ένα φευγαλέο σπίτι, οι ιστορίες σου είναι σαν φεϊγβολάν, ποιος έχει φωτιά; «η μητέρα μου» λέει η Άννα «ήθελε να βγει έξω, ήταν κοντά δέκα η ώρα το βράδυ, εγώ έπλενα τα δόντια μου, ο πατέρας πήρε το μαντό της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού κι άρχισε να το κόβει με το ψαλίδι, προσεκτικά σε λουρίδες· η κάμαρα ήταν πολύ μεγάη» ΤΟΝ ΚΟΙΤΟΥΣΕ ΜΕ ΜΙΣΟΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ, ΣΧΕΔΟΝ ΛΙΠΟΘΥΜΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ. ΡΟΖΑΛΙΝΤΑ, ΔΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΜΟΥ, ΨΙΘΥΡΙΣΕ ΕΚΕΙΝΟΣ ΞΑΦΝΙΚΑ Η ΤΖΑΜΟΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΞΕ ΚΑΙ Ο ΣΕΡΓΙΟΣ ΒΓΗΚΕ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ «Ω» ΕΙΠΕ ΜΟΝΟ – «Λοιπόν» λέει ο Ανδρέας «είχα μια χελώνα, την έλεγαν Χατσεψούτ, πολύ επιβλητική, την πήρα και την έκρυψα κάτω απ’ τα σκεπάσματα της γιαγιάς, η γιαγιά βρέθηκε πεθαμένη το άλλο πρωί, η Χατσεψούτ είχε πέσει στο πάτωμα και είχε ραγίσει το καβούκι της, την πήρα και την έριξα από την ταράτσα στην άσφαλτο, την αποτέλειωσα, κανείς δεν κατάλαβε τίποτε» Ο ΑΞΙΟΠΙΣΤΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΝΤΕΝ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΕ ΜΕ ΚΟΠΟ, ΤΟΝ ΒΑΣΑΝΙΖΕ ΕΝΑ ΝΕΥΡΙΚΟ ΤΙΚ ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΒΛΕΦΑΡΟ, ΧΑΜΗΛΩΣΤΕ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΟ ΕΙΠΕ, ΝΟΜΙΖΩ ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ – Όλγα, η σειρά σου «ναι» η Όλγα «μια φορά ήταν ένα κορίτσι κι ένα αγόρι που χάθηκαν στο δάσος, τι μπορεί να συμβεί αν διάφορα παιδιά χαθούν σ’ ένα δάσος, αν διάφορα δάση χαθούν σ’ ένα παιδί; το συγκεκριμένο δάσος είναι βέβαια συμβολικό, επρόκειτο για ένα κρεβάτι με ουρανό, λυπάμαι, από τότε έχω την αίσθηση πως όλα τα πράγματα είναι μισοτελειωμένα» - ΚΑΙ Ο ΨΙΤ ΕΠΕΣΕ ΜΕΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΛΑΚΚΟ ΜΕ ΝΕΡΟ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΡΝΙΟΥ ΜΠΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΝΕΡΑΪΔΑ» ΠΡΟΦΤΑΣΕ ΝΑ ΦΩΝΑΞΕΙ. Η ΚΑΛΗ ΝΕΡΑΪΔΑ ΕΡΙΞΕ ΕΝΑ ΑΣΤΕΡΑΚΙ ΣΤΟ ΛΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΨΙΤ ΠΝΙΓΗΚΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ – Δεν είναι χαριτωμένοι; τους αγαπώ, έτσι, αποσπασματικά, υπολείπεται ο Άλκης, «πέρυσι» λέει «η θάλασσα ήταν συγκλονιστική, έπλεα ανάσκελα, ο ήλιος τυραννούσε σε μια ατέλειωτη αγαλλίαση, πόθησα να πεθάνω σαν να ήμουν κορίτσι» -  ο Άλκης είναι ποιητής, χορτοφάγος και εκτός θέματος, σε λίγο θα πάρει την Άννα και θα φύγουν, περιμένουν να μιλήσω κι εγώ, ισχυρίζομαι πως αποτελώ ενότητα, αδύνατον να εκφραστώ αποσπασματικά, βαρέθηκα το παιχνίδι, κάτι άλλο τώρα πριν απ’ το τσάι, η Όλγα προτείνει ονειροπόληση, με υποχρεώνουν να ονειροπολήσω πρώτη, ο φωτισμός γίνεται κατάλληλος «μια γριά στην ακροθαλασσιά, μαζεύει φρύγανα κι ανάβει φωτιά, κάθε τρία βήματα μια μικρή φωτιά, ύστερα βουλιάζει σ’ ένα σάπιο σφουγγάρι, μένουν απέξω μόνο τα κίτρινα μαλλιά της, σαλεύουν στον αέρα, η γριά κοιμάται, πιο πέρα ένα γεφύρι καμωμένο από μια πλεξούδα, τη λέγαν Φλιλάι, δεν την αγάπησε κανείς, κάτω κυλάει ο αστερόεις ποταμός, οι πέστροφες πηδούν αντίθετα στο ρεύμα, το βασικό χρώμα είναι το μοβ, το έδαφος στον πλανήτη προέρχεται από προσχώσεις μεγάλων ιδεών, αργιλώδες, ευδοκιμούν τα σαπρόφυτα, σε μια γυάλα ζει ένα πουλί με δεκανίκια, γύρω από το ράμφος του μαρμελάδα κονσέρβας, προφητεύει κυρίως τραστ, ενίοτε λούνα παρκ, δηλονότι φυγή προς την περιοχή της ποίησης, με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, το τρένο φάντασμα και την πανοραμική φαύλη ρόδα, ένα νήπιο ερείπιο ολολύζει, σώπα, σώπα, θα μεγαλώσεις, θα γίνεις κρατίδιο, ευαγγελίζομαι την αέναη εναλλαγή μαύρου – άσπρουεπί της κεφαλής του λαού σου και των τέκνων του, ήτοι εφημερίδες, κανείς δε θα αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχουν γεγονότα αλλά μόνο διαφημίσεις, θα πείθεσαι, θα καταναλώνεις οδοντόκρεμες, εγκλήματα, εδαφικές αξιώσεις, πλυντήρια – ΚΑΤΑΦΕΥΓΩ ΤΕΛΙΚΑ Σ’ ΕΝΑ ΦΛΙΤΖΑΝΙ ΤΣΑΪ. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΠΙΠΛΕΕΙ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΕΤΟ, ΩΣ ΣΥΝΗΘΩΣ – Ο Ανδρέας ξεκινά από το φοβερό έντομο του τριαντάφυλλου στο βάζο δεξιά, είναι πράσινο, έχει διάφορα πόδια, δεν ανησυχεί,  «αυτό τρέφεται με φύλλα» λέει, «η ανθρωπότητα με ελιξήρια νεότητας, κάποτε θα εξελιχθεί σε οριστική κατάσταση, αν σταματήσει η παραγωγή της βαριάς βιομηχανίας – φρίκη, δεν θα αρμόζει πια να το συζητάμε, για ν’ αγαπάς κάτι πρέπει να έχεις την ευθύνη του απέναντι στον εαυτό σου, δηλαδή να γνωρίζεις απ’ αυτό μόνο το περίγραμμά του, στην περίπτωσή μας στην κρατούσα ηθική, οριστική κατάσταση είναι λ.χ. τα κύματα όπως τα βλέπει ο πνιγμένος, η Μαρίνα στο κρεβάτι είναι όμορφη, τα πάντα είναι ζήτημα προοπτικής, έρωτας σημαίνει μια αναβολή, είπε κάποια δεσποινίς, καλημέρα είπε ο θυρωρός, εγώ θα ’θελα να πω αύριο κάτι που να μη χωρά πουθενά, οι σχολιαστές εκπορνεύουν τους κλασικούς, γενικώς καταλήγεις πως μόνο οι τοπιογράφοι και οι ράφτες συμπεριφέρονται σοφά, δηλαδή μόνο όσοι ασχολούνται ή καθόλου ή τελείως ακαδημαϊκά με τον άνθρωπο, ποτέ οι συγγραφείς, αχ, αισθάνομαι καμιά φορά τόσο απογοητευμένος, που σκέφτομαι ν’ αρχίσω να διδάσκω – Η ΦΩΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΧΡΗΣΙΜΗ ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΕ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΘΕΙΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΑ ΜΟΝΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΗΤΑΝ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ – Η Όλγα τώρα ανάβει τσιγάρο «πιστεύω» λέει «πως ο θεσμός της ύπαρξης πρέπει να εκλείψει ομαλά κι ανώδυνα, αυτό σημαίνει πως κι εγώ επίσης θα ’θελα να ’χω ένα παιδί που θα το μεγαλώσω κι άλλο ένα που θα μου πεθάνει, οπότε η ζωή μου θα γεμίσει από μια αξιοπρεπή θλίψη στην οποία θα μπορώ να προσαρτώ τις μελαγχολίες μου. κατάσταση δηλαδή που όλες οι περιπτώσεις μερικής αναφροδισίας επιδιώκουν και πετυχαίνουν από ενάρξεως του ιστορικού μας βίου – μετά, αφοσιώνεται στα βουτήματα γλυκάνισου, κάποιος ανάβει τα φώτα –

ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΥΡΩΣΤΑ ΕΙΚΟΣΙ ΚΑΙ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΜΕ, ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ

[ένα κείμενο από ΤΑ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ, τρίτο μέρος στη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ 1971 όπως ανθολογήθηκε στα ΤΙΜΑΛΦΗ μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας, εκδόσεις Ροές 2007]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ